- τριβωνεύομαι
- τρῐβων-εύομαι,A practise roguery, or put off, delay, Antipho Fr.33.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριβωνεύομαι — Α [τρίβων] είμαι πανούργος, μεταχειρίζομαι πανουργίες και τεχνάσματα ή χρονοτριβώ, αναβάλλω … Dictionary of Greek
τριβωνευόμενοι — τριβωνεύομαι practise roguery pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)